- σταυρεπικονίαση
- η, Νβοτ. η διεργασία τής επικονίασης κατά την οποία ο μικρογαμέτης, που γονιμοποιεί το ωοκύτταρο ενός άνθους, προέρχεται από τον γυρεόκοκκο ενός διαφορετικού φυτικού ατόμου, αλλ. σταυρωτή επικονίαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλειστογαμία — η βοτ. αυτογονιμοποίηση ερμαφρόδιτων ανθέων τα οποία παραμένουν διαρκώς κλειστά, το φαινόμενο τής αυτεπικονίασης και γονιμοποίησης που παρατηρείται σε ένα άνθος το οποίο δεν ανοίγει και κατά συνέπεια δεν εκθέτει τα αναπαραγωγικά όργανα… … Dictionary of Greek
σταυρωτός — ή, ό / σταυρωτός, ή, όν ΝΜ [σταυρῶ, ώνω] τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού, σταυροειδής («σταυρωτός ναός» σταυρεπίστεγος ναός) νεοελλ. 1. (για ένδυμα) αυτός στον οποίο, το δεξί ή αριστερό πέτο είναι μεγαλύτερο ώστε να καλύπτει μέρος τού άλλου και να … Dictionary of Greek